- κοὔτ'
- οὔτε , οὔτεand notindeclform (adverb)οὔτι , οὔτιin no wiseindeclform (adverb)οὔτι , οὔτιςno oneneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
εξαπωθώ — ἐξαπωθῶ, έω (Α) απωθώ έξω, μακριά, αποκρούω («κοὔτ εἰσιόντας στρατόπεδ ἐξαπώσατε οὔτ ἐξιόντας;», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ζεστούτσικος — η, ο 1. ελαφρώς ζεστός («το σπίτι αυτό είναι ζεστούτσικο τον χειμώνα») 2. αυτός που έχει λίγο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. ουτσικος (πρβλ. γλυκ ούτσικος, κουτ ούτσικος)] … Dictionary of Greek
κολύμπα — η μεγάλος λάκκος με λιμνάζοντα ύδατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμπι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ καρύδι: καρύδ α, κουτί: κούτ α] … Dictionary of Greek
κουτσαμάρα — η το να είναι κάποιος κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούτσαμα + αμάρα (πρβλ. βουβ αμάρα, κουτ αμάρα)] … Dictionary of Greek
κουφαμάρα — η η κατάσταση τού κουφού, κωφότητα ή βαρηκοΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφός + αμάρα (πρβλ. κουτ αμάρα, μουγγ αμάρα)] … Dictionary of Greek
κρυαμάρα — η σαχλό, ανόητο αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + κατάλ. αμάρα (πρβλ. κουτ αμάρα, κουφ αμάρα)] … Dictionary of Greek
μουγγαμάρα — η 1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα και η κατάσταση τού μουγγού, το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει, βουβαμάρα 2. μτφ. παρατεταμένη και αμήχανη σιωπή («τί μουγγαμάρα είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. αμάρα (πρβλ. βουβ… … Dictionary of Greek
τίγρης — (Ντιτζλέ τουρκικά, Ντίτζλα αραβικά). Ποταμός της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μεσοποταμία, που εκβάλλει στον Περσικό (ή Αραβικό) Κόλπο, αφού συμβάλει με τον Ευφράτη στην Κούρνα και σχηματίσει το Σατ αλ Άραμπ, ένα μεγάλους μήκους ποταμό (190 χλμ.), που … Dictionary of Greek
τυφλαμάρα — η, Ν τυφλάδα, τύφλα, στραβομάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + κατάλ. (α)μάρα (πρβλ. κουτ αμάρα)] … Dictionary of Greek